- συναγωνίσαιτο
- συναγωνίζομαιcontend along withaor opt mp 3rd sgσυναγωνίζομαιcontend along withaor opt mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγωνίσαιτ' — συναγωνίσαιτο , συναγωνίζομαι contend along with aor opt mp 3rd sg συναγωνίσαιτο , συναγωνίζομαι contend along with aor opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν … Dictionary of Greek